απουσία

απουσία
η
1) отсутствие; отлучка;

στην απουσία — или εν απουσία (μου) — заочно, в (моё) отсутствие;

λάμπω διά της απουσίας — блистать своим отсутствием;

2) прогул, пропуск, неявка;

κάμνω ( — или έχω) πολλές απουσίες — часто прогуливать;

3) недостаток, отсутствие (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απουσία" в других словарях:

  • ἀπουσία — ἀπουσίᾱ , ἀπουσία absence fem nom/voc/acc dual ἀπουσίᾱ , ἀπουσία absence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίᾳ — ἀπουσίαι , ἀπουσία absence fem nom/voc pl ἀπουσίᾱͅ , ἀπουσία absence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απουσία — η (AM ἀπουσία) [άπειμι] 1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας 3. έλλειψη, ανυπαρξία νεοελλ. 1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο… …   Dictionary of Greek

  • απουσία — η 1. το να μην είναι κανείς παρών κάπου: Η απουσία σου από τη συντροφιά μας έγινε αισθητή. 2. το να μην πάει ένας μαθητής στο σχολειό: Έχεις πολλές απουσίες σ όλα τα μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπουσίας — ἀπουσίᾱς , ἀπουσία absence fem acc pl ἀπουσίᾱς , ἀπουσία absence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • ἀπουσίαι — ἀπουσία absence fem nom/voc pl ἀπουσίᾱͅ , ἀπουσία absence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίαν — ἀπουσίᾱν , ἀπουσία absence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιῶν — ἀπουσία absence fem gen pl ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc voc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act neut nom/voc/acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίαις — ἀπουσία absence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίῃ — ἀπουσία absence fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»